Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ - η διαχείριση της Ζωής και του Θανάτου Μέρος 1ο

πρόλογος της μονογραφίας

Μαθιουδάκης Γ.Α.


Η ανασκόπηση του ζητήματος της ηθικής αποδοχής και κοινωνικής αναγνωρίσεως της ευθανασίας καθίσταται επίκαιρη κι επιβεβλημένη, ιδίως επειδή η ευρεία κοινωνική του διάδοση, που εμφανίζει τάσεις διαμορφώσεως παγκόσμιας πρακτικής, έρχεται σε αντίφαση με την εντελώς περιορισμένη θεωρητική του τεκμηρίωση, αν εξαιρεθούν οι σχετικές συζητήσεις στα πλαίσια της ιατρικής ευθύνης ή αναφορικά με τα δικαιώματα των ασθενών (οπότε συνδέεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτοκαθορισμού και τη συνακόλουθη δυνατότητά τους να καθορίσουν τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο του θανάτου τους). Το δοκίμιο αυτό βασίστηκε στην επεξεργασία της ιδέας ότι ευθανασία είναι η "επιδιωγμένη επίσπευση του θανάτου ενός βαριά πάσχοντος και χωρίς ελπίδα αναρρώσεως ασθενούς" και ότι πρόκειται για σύντμηση της επιθανάτιας αγωνίας του, που επιβάλλεται για ανθρωπιστικούς λόγους. Η μελέτη μας οριοθετήθηκε από την πρόθεση εκτιμήσεως του βαθμού, στον οποίο το ευθανασιακό αίτημα έχει ενσωματωθεί στα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ζωής, τους τωρινούς τρόπους της σκέψης μας, τη σχηματοποίηση της κυρίαρχης γνώμης και των επιρροών της, έτσι, όπως έχουν διαμορφωθεί ως απόσταγμα της ανθρώπινης εμπειρίας, που αποκτήθηκε κατά την μακρά διαδρομή της ανθρωπότητας και, ιδιαίτερα, από τις νεωτερικές αντιλήψεις της αγοραίας μεταμορφώσεως της κοινωνίας.
Είναι αλήθεια ότι η Ανθρωπότητα διανύει δύσκολη και κρίσιμη εποχή, που απαιτεί την εξάσκηση όλων των πνευματικών και φυσικών δυνάμεών της στο έπακρο, καθώς όλοι, σχεδόν, συμφωνούν ότι διερχόμαστε μια περίοδο βαθιάς θεσμικής και ηθικής κρίσης, με ρηξικέλευθες κοινωνικές αλλαγές, που συνοδεύονται από μια επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση, χωρίς προηγούμενο. Η προοδευτικά διευρυνόμενη κοινωνική ανοχή, έναντι ζητημάτων, όπως της ευθανασίας ή των αμβλώσεων, συλλαμβάνουν την ηθική και νομική επιστήμη να στέκει εμβρόντητη, όπως πάντα συμβαίνει με τα φαινόμενα, που στοιχίζονται ως κοινωνική πρακτική, πριν η ίδια κανοναρχήσει τις εξελίξεις τους. Βεβαίως η επιστήμη διακρίνει τα προβλήματα, που συνιστούν μελετητικά της αντικείμενα, βασισμένη στην εμπειρία και την παρατήρηση, ώστε πρέπει να προϋπάρχει μια κινητικότητα, πριν ευαισθητοποιηθεί με το εν λόγω  φαινόμενο ή πρόβλημα, αλλά και η ευθανασία δεν είναι ένα κίνημα που ενεργοποιήθηκε εν κενώ, καθώς αναφύεται ως αποτέλεσμα ώριμων συγκυριών, οι οποίες πρέπει να αναζητηθούν, όπως πρέπει να εντοπισθούν και οι λόγοι, που κατέστησαν για παρατεταμένο διάστημα δυσδιάκριτες τις εν λόγω συγκυρίες.  
Ως σκοπό της παρούσης μελέτης θέτουμε τη διερεύνηση των προϋποθέσεων, που ανέδειξαν και έφεραν το δίλημμα της ευθανασίας στο προσκήνιο του κοινωνικού ενδιαφέροντος, τους συμφραζόμενους στόχους, που συναρμόζουν τη δομή του, την κοινωνική προοπτική, που το κατέστησε επίκαιρο, αλλά και τη βαρύτητα των  βλέψεων και επιδιώξεων, για χάρη των οποίων αναδύεται ως κοινωνικό πρόβλημα. 

Η προσφυγή σε σωρεία δανειοδοτήσεων, κατά τη συγγραφή του παρόντος δοκιμίου, οφείλεται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας του δεν ήταν πολιτειολόγος, ενώ χρειάστηκε να μελετηθεί η πολιτειακή υπόσταση της ευθανασίας ούτε νομικός, ενώ χρειάστηκε να προσεγγισθεί το νομικό δέον που τη φέρνει στην επικαιρότητα ούτε και, κυρίως αυτό, δεν υπήρξε ποτέ και ούτε επιθύμησε να υπάρξει βιο-ηθικολόγος, ενώ χρειάστηκε να δει τις βιο-ηθικολογικές παραμέτρους της. Σαν τους περισσότερους κλινικούς ιατρούς, οι ιδέες του συγγραφέα δεν χρειάζονται πάντα την παρόρμηση των τυπωμένων προτάσεων στους κόλπους των εγχειριδίων για να γεννηθούν, καθώς η σκέψη έχει ασκηθεί να διατρέχει μεγάλες αποστάσεις σε πολυδαίδαλους δρόμους "παρά την κλίνη του ασθενούς". Εκεί, που πολύ ορθά και πολύ γρήγορα πρέπει να συσχετίσει εμφανή, αφανή και δυσδιάκριτα δεδομένα και να λάβει αποφάσεις. Εκεί είναι το δοκιμαστήριο των στοχασμών του και αθροίζεται η επίπτωση των συνεπειών τους, εκεί κιόλας που, όχι σπάνια, η ευθανασία προβάλλει ως μια απελπιστική καταφυγή.
Μελετώντας την ευθανασία, κανείς οδηγείται σε μια μάλλον πολύπλοκη σύνθεση δικαιϊκών, δεοντολογικών, συνεπειολογικών και βιολογικών προβλημάτων, με την επίλυση των οποίων μόνο, μπορεί να προσεγγισθεί η σχέση μας με τη ζωή και τις πιθανές εξόδους της. Και η προσέγγιση των προβλημάτων αυτών προϋποθέτει διαμεσολαβήσεις από αντίστοιχες έννοιες των επιστημών αυτών, όπως ο εαυτός, ο άνθρωπος, το άτομο, η κοινωνία, το πρόσωπο, η συμπεριφορά, η αυτοδιάθεση και ο θάνατος. Ο συγγραφέας κατανοεί ότι, γράφοντάς το εξ ολοκλήρου μόνος, διατρέχει τον κίνδυνο, όχι μόνο να εκτεθεί σε μεροληπτικούς παρασυρμούς, ευνοώντας τις ερμηνευτικές θέσεις, που είχε υιοθετήσει ατομικά, ως απόθεμα εμπειρίας και ιδεολογικών κλίσεων και αφετέρου έναν άλλο, μεγαλύτερο, κίνδυνο που προέρχεται από τη συγκεκριμένη εργαλειακή χρήση του λεξιλογίου κάθε επιστήμης, καθώς συγκροτεί τα νοήματά της, χρησιμοποιώντας κοινόκτητες αλλά και ιδιωτικές λέξεις. Τόσο οι κοινόκτητες, όσο και, ιδίως, οι ιδιωτικές λέξεις περιαρμόζουν μια δέσμη εναλλακτικών εκδοχών σε κάθε νόημα, καθώς αυτό αναπαράγεται και δεν αντιγράφεται από ανθρώπινη αντίληψη σε αντίληψη. Με τον τρόπο αυτό, όμως η αλληλουχία των λέξεων είναι αναγκαστικά χαλαρή και οι παραγόμενοι συλλογισμοί πιο ενδοτικοί, με τα "μήπως", τα "ενδεχομένως"  και τα "άραγε" να εξασθενούν τη στιβαρότητα των συμπερασμάτων.  
Από την άλλη πλευρά, όμως, ο συγγραφέας πιστεύει ότι η σημασία των προσπαθειών του και η ευθύνη των ερμηνειών του κυμαίνεται κάπου στο φάσμα των πιθανών αναγνωστών του, οι οποίοι, όντες, επίσης, μη νομικοί, μη κοινωνιολόγοι, μη βιοηθικολόγοι, αλλά και μη ιατροί συναντούν τα πράγματα και τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής, όπως το ευθανασιακό αίτημα, ως φερτά φαινόμενα της εποχής τους, ως "νέες μόδες". Έτσι, η νομική, βιοηθική και κοινωνιολογική όψη της ευθανασίας συντίθεται από ενέργειες υποκειμένων με συγκεκριμένη κοινωνική ταυτότητα που δρουν, επιλέγουν και εκφέρουν τη βούλησή τους υπό συνθήκες, που συνυφαίνονται με τα τρέχοντα κοινωνικά, ιατρικά και βιολογικά δεδομένα. Ο συγγραφέας του παρόντος, όντας γιατρός, ως γιατρός μόνο θα μπορούσε, με καλύτερες προϋποθέσεις, να προσεγγίσει το θέμα του, χωρίς να υπόσχεται μια ανατρεπτική μεθοδολογία, γνωρίζοντας ότι  για το θέμα αυτό έχουν μιλήσει τόσοι έξοχοι διανοητές. Έχει σχεδόν τη βεβαιότητα ότι η δική του συμβολή θα είναι οπωσδήποτε μικρής αξίας, αλλά την αποφάσισε όχι γιατί πιστεύει ότι κάτι λείπει που μπορεί να το εισφέρει, αλλά από την επιθυμία του να θέσει ερωτήματα, ακόμη και κάποια τολμήματα, που μπορεί να αποδειχθούν αφελή ή ανάρμοστα στον πειθαρχημένο φιλοσοφικό λόγο. Αλλά μια τέτοια προσέγγιση ίσως αποδεικνυόταν και ωφέλιμη, στο κάτω-κάτω, επειδή η βιβλιογραφία βρίθει νομικών, ηθικολογικών και φιλοσοφικών κρίσεων, που αφορούν στην ευγονική, την ευθανασία, τις αμβλώσεις, τον γονιδιακό έλεγχο ή άλλες μορφές επιδιωγμένου θανάτου, που αποτελούν άριστο, πράγματι, υπόστρωμα διεξαγωγής  φιλοσοφικών διαξιφισμών. Από τις διεπιστημονικές αυτές ανασυνθέσεις, πιστεύουμε ότι κερδίζει κάθε επιμέρους επιστήμη, σε βαθμό που έκανε τον Breakman [18] να συντάξει μια ρηξικέλευθη πρόταση: "η ιατρική ερμηνεύει νομικά νοήματα, ενώ το δίκαιο ερμηνεύει ιατρικά νοήματα και στάσεις". Κάθε άνθρωπος, γράφει ο Χομπς επιθυμεί αυτό που του φαίνεται καλό και αποφεύγει εκείνο, που του φαίνεται κακό, αλλά αυτό που αποφεύγει πάνω απ΄ όλα είναι το χείριστο από τα φυσικά δεινά, δηλαδή η αρρώστια και ο θάνατος. Ο ανθρώπινος πόνος είναι το καλύτερο σχολείο για τη φιλοσοφία και τα παρακλάδια της, όπως η κοινωνιολογία, η νομική και η ηθική, καθώς συνιστά μια ανατροπή, με εντοπίσιμες ηθικές συνέπειες που συνεπάγονται έκπτωση στην ιστορική (ατομική και κοινωνική) πορεία του ανθρώπου. Ο συγγραφέας του παρόντος,  δεν γνωρίζει, για την ώρα, ως υποκείμενο, τι είναι πόνος, εκτός μερικών φευγαλέων δειγμάτων του. Βλέπει, όμως, τη βάναυση τρομακτικότητά του, καθημερινά στο πρόσωπο των ασθενών του. Οι υγιείς δεν μπορεί να γνωρίζουν τι είναι ο πόνος ως υποκειμενικότητα. Γνωρίζουν όμως, καλά, τι είναι ως αντικειμενικότητα: είναι οργή και ενοχή, μαζί. Ως οργή, παρωθεί τον άνθρωπο σε επιθετική αναμέτρηση μαζί του,  ("να παίρνεις τα όπλα ενάντια σ΄ένα πέλαο βάσανα και αντιχτυπώντας να τους δίνεις τέλος")[1], αλλά ως ενοχή, τον συρρικνώνει σε μεμψίμοιρο ανθρωπάκι, που τον οδηγεί στην κατάφαση της ευθανασίας.
Η Ιπποκρατική Ιατρική διακηρύσσει με κρυστάλλινη σαφήνεια ότι παραμένει προσηλωμένη στην αρχή να ενεργεί σύμφωνα με το μέγιστο συμφέρον του ασθενούς, να λειτουργεί "επ΄ωφελείη καμνόντων", που συγκεκριμενοποιείται σε δύο ηθικά ανειλημμένες υποχρεώσεις του ιατρού, ιδιαίτερα σαφείς και αναλλοίωτες με το πέρασμα των αιώνων: (α) την επιβράδυνση της ελεύσεως του θανάτου [και όχι την επίσπευσή του υπό οποιεσδήποτε προϋποθέσεις, σκοπιμότητες ή δικαιολογήσεις] και, (β) την ανακούφιση από τον πόνο. Πραγματικά, ο ιατρός, από τη στιγμή που αναλαμβάνει την περίθαλψη ενός αρρώστου, δεν έχει απλώς υποχρέωση θεραπείας, αλλά και υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα και να εφαρμόζει στον ασθενή του κάθε μέθοδο ή τεχνική, ώστε ο τελευταίος να μην υποφέρει, ακόμη και όταν η μοίρα του έχει ξεφύγει από τον ιατρικό έλεγχο. Ο έλεγχος του πόνου αποτελεί παγκόσμια απαίτηση των ασθενών, ανεξάρτητη από φυλή και κουλτούρα και εποχή. Για τον λόγο αυτό θεωρείται πρώτιστο καθήκον του γιατρού. Εξάλλου ο "όφις", που εξακολουθεί να αναρριχάται στην ιατρική βακτηρία, ως παγκόσμιο έμβλημα της Ιατρικής Τέχνης και Επιστήμης, συμβολίζει το καθήκον της καταστολής του πόνου και των δεινών, που η αρρώστια προκαλεί στον πάσχοντα. Όταν ο ασθενής γνωρίζει πως θα πεθάνει δεν ανακουφίζεται από την ιατρική παρουσία για κανέναν άλλο λόγο, παρά μόνο διότι γνωρίζει πως στην πορεία του προς τον θάνατο θα συνοδευτεί, ως το τελευταίο βήμα, από μιας καλής προαιρέσεως παρουσία.
Τα ιατρικά, ηθικά και νομικά ζητήματα που αφορούν στην αποδοχή της εκούσιας, μη εκούσιας ή ακούσιας ευθανασίας, με την ενεργητική ή παθητική εκδοχή της, αποτελούν αντικείμενα εντόνων συζητήσεων και διαμάχης των τελευταίων πενήντα ετών, παρ΄ όλο ότι η ευθανασία είτε ως μέσον ευγονικής παρεμβάσεως και βελτιώσεως της ευκοσμίας των κοινωνιών ή για λόγους ευσπλαχνίας ή, τέλος, για εξοικονόμηση πόρων, ουδέποτε αποκλείσθηκε ως ενδεχόμενο ήδη από τις αρχαϊκές κοινωνίες. Η γνώμη της ιατρικής λοιπόν πρέπει να ακουστεί με προσοχή στις διαβουλεύσεις περί τη νομιμοποίηση της ευθανασίας, ως προαιρούμενου θανάτου, επειδή την κινητοποιεί η απελπισία από τον πόνο και την ακαταβίωτη ζωή και συμπαραστέκεται σε κάθε άνθρωπο κατά την ηρωική και πένθιμη πορεία του προς το θάνατο. Όταν ο ιατρός δεν μπορεί να θεραπεύσει την πάθηση είναι ηθικά υποχρεωμένος τουλάχιστον να συνδράμει στην παρηγόρηση του ασθενούς και να συμβάλει στην καταπράυνση του πόνου. Και όταν τίθεται το αγωνιώδες δίλημμα της ευθανασίας, ως λυτρωτικό εγχείρημα, όλοι τότε στρέφουν το βλέμμα τους προς το ιατρό. Η ιατρική τέχνη συνταράσσεται, μπροστά στο συγκλονιστικό δισταγμό: Μπορεί η εκπλήρωση του καθήκοντος "επ΄ωφελείη καμνόντων", να οδηγήσει τον ιατρό ως το έσχατο μέτρο, προκειμένου να σκοτώσει τον πόνο, να φτάσει μέχρι την απόφαση της θανάτωσης του φορέα του; Σε τελευταία ανάλυση, η απόφανση περί εφαρμογής ή μη ευθανασίας παραμένει μια απελπιστικά αποκλειστική ιατρική απόφαση.


[1] Shakespeare: Amlet

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου