Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

δικαστικές πλάνες

Γ. Α. Μαθιουδάκης  

 Σαν σήμερα, το 1894, οδηγήθηκε ενώπιον της γαλλικής δικαιοσύνης ο νεαρός αξιωματικός του πυροβολικού Alfred Dreyfus με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Ο Dreyfus οδηγήθηκε στο στρατοδικείο, όπου κεκλεισμένων των θυρών, καταδικάστηκε ομόφωνα και απελάθηκε στο νησί του Διαβόλου. Φυλακισμένος, τελούσε υπό 24-ωρη απομόνωση, ενώ κοιμόταν αλυσοδεμένος και ανήμπορος να προστατευθεί από τα έντομα και ερπετά. Το 1898 ο Emile Zola δημοσίευσε τη διάσημη ανοικτή επιστολή του "Κατηγορώ" προς τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, ζητώντας να επιδειχθεί σεβασμός στα ανθρώπινα δικαίωματα, που ήταν διακήρυξη της Γαλλικής Επαναστάσεως.  Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας ανέτρεψε τελικά την καταδίκη του Dreyfus, το 1906, και ο άτυχος αξιωματικός απελευθερώθηκε, για να ζήσει ως αντισυνταγματάρχης τα υπόλοιπα 29 έτη του βίου του.
 Η ανθρώπινη κοινωνία, έχει θεσπίσει νόμους, που αποτελούν κατάστιχα που πρέπει να τηρούνται πιστά από όλους, εξουσιαζόμενους και εξουσιαστές, προκειμένου να διασφαλιστεί η συλλογική κοινωνική συνύπαρξη. Το έργο της δικαιοσύνης είναι, στην πραγματικότητα, αδύνατο να το σηκώσουν δικαστές-άτομα με ανθρώπινη υπόσταση. Πρόκειται για διαχείριση αβεβαιότητας, ενόσω είναι κατανοητό ότι είναι αδύνατη η διάγνωση της αλήθειας, ως ανθρώπινο κατόρθωμα, ανάλογα με τις δεδομένες γνωστικές ικανότητες του ανθρώπου. Ακόμη και ο πιο αδέκαστος Δικαστής, όπως η συντριπτική πλειοψηφία τους, είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο της μεροληψίας, παρασυρόμενος από αντιλήψεις και παραδοχές που έχουν  εμφυλοχωρήσει στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και των οποίων σχεδόν δεν έχει συνείδηση. Διολισθαίνουν, έτσι, ασύνειδα σε επιλεκτικούς μηχανισμούς, παρασυρόμενοι από προκατανοήσεις, απλοποιήσεις, δοξασίες και θεωρίες, με τις οποίες σχηματοποίησαν από πριν τον προσωπικό τους νόμο κινήσεως, ως κοινωνικά υποκείμενα.  Από την άλλη, πάλι, όταν η δικαστική εξουσία λειτουργεί σε περιβάλλον συνταγματικής αστάθειας, λόγω πολιτικών αναταραχών, από τις οποίες τόσο συχνά κατατρύχεται η κοινωνία μας, ή η λειτουργία ενός θεσμού επηρεάζει, ως μη ώφειλε, ή διαχέεται και αλλοιώνει τη λειτουργία ενός άλλου, τότε υπάρχει κίνδυνος η ζυγαριά της δικαιοσύνης  να κλείνει προς την πλευρά της ισχύος και όχι προς την πλευρά του δικαίου, με συνέπεια την κάμψη της ευθικρισίας και την αποδυνάμωση της πεποιθήσεως περί δίκαιης απονομής της. Η δίκη του Θηραμένη, το 404 π.Χ., στην ολιγαρχική Αθήνα, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και προκειμένου να μη βλιθεί το κύρος του ολιγαρχικού πολιτεύματος, που, για τον Αριστοτέλη συνιστά παρέκβαση των ολίγων που κυβερνούν ωφελιμιστικά τους πολλούς, αποτελεί παράδειγμα δικαστικής πλάνης, στην οποία υποχρεώθηκαν οι 3000 βουλευτές-δικαστές του, επειδή τον δίκασαν υπό την απειλή των οπλισμένων ανδρών του Κριτία. 
  Οι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν σε μια δικαστική πλάνη είναι πολλοί. Το ίδιο και αυτοί που συμβάλλουν στη συγκάληψή της. Από τους πιο απλούς, η πολιτική σκοπιμότητα και η παρεμβολή εμποδίων στην απρόσκοπτη εκδίκαση, στην παροχή πλήρους ελευθερίας του δικαστή, από παρεισφρύσεις σκόπιμων αποπροσανατολισμών και την παρεμπόδιση νηφάλιας, αμερόληπτης και αδέκαστης ετυμηγορίας. Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, η δίκη Πόλκ, η δίκη Τσάπμαν, βρετανίδας κατασκόπου, που για πολιτικούς/διπλωματικούς λόγους, έπρεπε να παραβιασθούν τα στάδια της δίκης και να βρεθεί, όπως-όπως ένα εξιλαστήριο θύμα. 
  Η ανθρώπινη κοινωνική ιστορία βρίθει παραδειγμάτων δικαστικής πλάνης, με εκκωφαντικότερο εκείνο της καταδίκης του Σωκράτη, για την οποία η ανθρώπινη κοινωνία δεν έχει ακόμη απολογηθεί.

  Ο Κάφκα, που ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Νομικής στις 18 Ιουνίου 1906,  έχει σε δύο, τουλάχιστον βιβλία του τη "Δίκη" και το "συνήγορο", αλλά ακόμη και στον "Πύργο" μελετήσει το ζήτημα της απονομής δικαιοσύνης, μέσα σε μια εφιαλτική ατμόσφαιρα: άγχος, αβεβαιότητα, ανασφάλεια, αγωνία για την εύρεση μιας διεξόδου, που να οδηγεί στην αλήθεια, ανάμεσα σε ατέλειωτους διαδρόμους πλάνης. Κυριολεκτικά ένα "ελεύθερο κλίμακας" δίκτυο, στο οποίο η τραγικότητα του Δικαστικού Σώματος είναι, πράγματι, συναρπαστική. Ελλοχεύει ο κίνδυνος πλάνης, όχι λόγω ηθελημένης απρονοησίας ή αδιαφορίας, αλλά λόγω των άπειρων συχγυτικών παρεισφρύσεων, που συσκοτίζουν τη διερευνούμενη πραγματικότητα και καθιστούν την ετυμηγορία επισφαλή. Ο κίνδυνος της πλάνης είναι η τραγωδία που βιώνει κάθε Δικαστής, ο οποίος οφείλει να εκδόσει μια δικαστική απόφαση, απρέγκλητα εκτελεστή, δηλαδή μια τελεσίδικη αξιολογητική κρίση, τη σοβαρότερη που μπορεί να συγκροτήσει η κοινωνία για έναν άνθρωπο. 
  Για να θεμελιωθεί και να δικαιωθεί ηθικά μια τιμωρία, για να θεωρηθεί ένας άνθρωπος προσωπικά υπεύθυνος για την αξιόποινη πράξη του, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι είχε τη δυνατότητα να την αποφύγει, δηλαδή να είχε την εσωτερική κι εξωτερική ελευθερία να πράξει αλλιώς. Διαφορετικά, η προσωπική μομφή είναι αδικαιολόγητη. Έτσι, η περιγραφή των συνθηκών, υπό τις οποίες συντελέστηκε η αδικοπραξία είναι σημαντικότερη, ακόμη και από την ίδια την περιγραφή της αξιόποινης πράξης. 
  Και εδώ, ακριβώς, εντοπίζεται η ηθική υπόσταση της ποινής, που στερείται το έγκλημα. 
     
 

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

αυτοκριτική πολιτών και πολιτικών

Γ.Α. Μαθιουδάκης 
Η χώρα βρίσκεται ακόμη σ΄ένα ερεβώδες τούνελ. Σε ολοένα πυκνότερο σκοτάδι, παρ΄όλο ότι κάποιοι επιμ΄'ενουν να βλέπουν φως την άκρη του. "Είναι το τρένο που έρχεται κατά πάνω μας, κραυγάζουν μερικοί. Για κάποιους χρειάζονται θυσίες, άλλοι ισχυρίζονται ότι έχουν τρόπο να σηκώσουν το... ρελέ για να απλωθεί φως κι ευημερία. Η χώρα κατρακυλάει από το ένα πρόγραμμα εξυγιάνσεως στο άλλο, διολισθαίνοντας σε ολοένα βαθύτερη ύφεση, μιζέρια, φτώχεια, σε μια φυτική επιβίωση σε στέρφα, άνυδρη γη. Επιβάλλονται βάναυσα μέτρα με τα οποία κατακρεουργείται ο μισθός και φουσκώνουν οι φόροι και εισφορές: Μεγάλες περικοπές  για εξασφάλιση ευτελών κονδυλίων, ενώ δισεκατομμύρια διαφεύγουν ως φορο(εισφορο) διαφυγή και μετανάστευση κεφαλαίων, ενώ οι ιθύνοντες προσποιούνται ότι δεν βρίσκεται τρόπος να εισπραχθούν. Χωρίς περίσκεψη και ντροπή, με περισσή τσαπατσουλιά, προχειρότητα και ιδιοτέλεια, αυτοί οι αχρείοι, όλοι τους δήθεν απόφοιτοι, καθηγητές ή και ιδρυτές τμημάτων του LSE και του ΜΙΤ, φτάσανε στο σημείο, να είναι καλύτερα να μας χαρίσουνε φόρους, εισφορές και χαράτσια, και να τους χαρίσουμε τους μισθούς μας....Αναπολόγητα σκαρφίστηκαν και εφάρμοσαν αλλεπάλληλα αποτυχημένα σχέδια για την ενίσχυση της οικονομίας. 

   Οι Κυβερνήσεις ελέγχονται επειδή η σχέση ‘κόστος-αποτέλεσμα’ του αχανούς δημόσιου τομέα είναι αρνητική, η ανάπτυξη κρίσιμων τομέων χωλαίνει και απέτυχαν να επιβάλουν δίκαιο και λυσιτελές φορο(εισφορο)εισπρακτικό σύστημα για την εξυπηρέτηση των αναγκών του κράτους. 
  Οι Αντιπολιτεύσεις υπονομεύουν τις Κυβερνήσεις, επειγόμενες να αναλάβουν εκείνες τη σωτήρια διακυβέρνηση. 
   Οι πολίτες υποστηρίζουν τους μεν και κατακεραυνώνουν τους δε, ενώ ανέλεγκτα παρακάμπτουν αρχές, νόμους, κώδικες και συμφωνίες, προσηλωμένοι στην προσοδοθηρία, τον ωφελιμισμό και την προάσπιση προνομίων, ζημιογόνων για άλλους. 
  Οι Συνδικαλιστές, με σκοπό την επανεκλογή τους, κολακεύουν τις συντεχνίες τους αντί να τις καθοδηγούν. 
  Για αυτοκριτική, ούτε λόγος. Πάντα κάποιος άλλος θα φταίει για τα προβλήματα στα πανεπιστήμια, τα καμένα δάση, την υποβαθμισμένη υγεία και παιδεία, την άναρχη δόμηση, την περιβαλλοντική υποβάθμιση, την κερδοσκοπία, την οικονομική ύφεση.
  Και όμως! Η πολιτική αυτοκριτική είναι δείγμα πολιτισμού και αναδεικνύεται ως το βασικότερο εργαλείο εξόδου από την κρίση, αλλά δεν πρέπει να αφορά μόνο πολιτικά ενεργήματα. Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό όν που αναρωτιέται για τον εαυτό του και οφείλει να έχει την ικανότητα να κρίνει τις ίδιες του τις πράξεις, έχει εξασκημένη ενδοσκοπική και εξερευνητική ικανότητα της εσωτερικότητάς του. ‘Εδιζησάμην εμεωυτόν’ (εξερεύνησα τον εαυτό μου), μας παραδίδει ο Ηράκλειτος. Με την αυτοκριτική ενδοσκόπηση, ο άνθρωπος ανακαλύπτει, μέσα του, αδυναμίες και πάθη και διαπιστώνει ότι έχει εγκλωβισμένες καινοφανείς δυνάμεις, που τον καθιστούν ικανό για μεγάλα επιτεύγματα και ανατρεπτικές καταστροφές.
  Κάνουμε σαν να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι πολίτες αποτελούν την ευρεία δεξαμενή από την οποία επιλέγονται τα στελέχη των κομμάτων, τα μέλη της Κυβερνήσεως, οι λειτουργοί του δημόσιου τομέα, ότι οι ίδιοι είναι παραγωγοί και χρήστες των κακών υπηρεσιών και των χαμηλής ποιότητας ακριβών προϊόντων. Μήπως πρέπει και ο Λαός -κάποτε-  να κάνει την αυτοκριτική του, όχι αόριστα και προσχηματικά, αλλά ειλικρινά και με πραγματικό αίσθημα φιλαλληλίας; Μήπως η χαμηλή παραγωγικότητα οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στη θορυβώδη υπεροψία και άτεγκτη ιδιοτέλεια ομάδων πολιτών, που ακκίζονται ως φιλελεύθεροι ή σοσιαλιστές αλλά, χωρίς αντανακλαστικά αυτοκριτικής, τελούν υπό την φρενίτιδα του ανερμάτιστου πλουτισμού; Το χαρακτηριστικό των εκσυγχρονισμένων πολιτών είναι ο καταγγελτικός εφησυχασμός, ίσως, και με κάποια ανομολόγητη ζήλια, για τα ‘λαμόγια’ που τα καταφέρνουν καλύτερα. Αυτό το χειραγωγημένο πλήθος έχει οργανωθεί στη βάση ενός κατανοητού προτύπου και διαπιστώνει έκπληκτο ότι δεν κατανοεί τη συμπεριφορά της αγοραίας πραγματικότητάς του –μιας πραγματικότητας στην οποία έχει υποβιβαθεί κάθε φρόνημα. Ο μόνος λόγος για να παρατηρηθεί μια τάση, να γεννηθεί μια σκέψη ή να αναπτυχθεί ένα συναίσθημα είναι η υλική απολαβή. 
  Όλοι διαπιστώνουμε δημόσιες και ιδιωτικές δυσλειτουργίες, πολιτικές, κοινωνικές και ηθικές υστερήσεις, αλλά κανείς δεν θεωρεί τον εαυτό του συνυπεύθυνο γιαυτά. Αντίθετα, μάλιστα, όλοι εντάσσουμε τους εαυτούς μας στις εξαιρέσεις. Διαπιστώνεται πως τίποτε δεν ευοδώνεται, κι ενώ η εντύπωση της επικείμενης κατάρρευσης κατισχύει, εκείνοι εξακολουθούν να λάμνουν προς την ίδια κατεύθυνση, ψηλαφίζοντας ατελεύτητα, χωρίς αναπροσανατολισμό και επανεκτίμηση, εισαγμένοι σε μια πορεία, για την αναθεώρηση της οποίας δεν ανησυχούν καθόλου. Γνωρίζουμε όμως, ότι ο ίδιος αυτός πολίτης αποτελεί, ταυτόχρονα, το μοναδικό χρηματοδότη, τον παραγωγό και τον χρήστη των τσουρούτικων δημόσιων υπηρεσιών. Παράγει και διαθέτει μη ανταγωνιστικά προϊόντα που, ταυτόχρονα, τα κατακεραυνώνει ως καταναλωτής.
  Ως χρηματοδότης, ο πολίτης δυσανασχετεί να πληρώσει τους φόρους του και μετέρχεται λογής κομπίνες προκειμένου να τους αποφύγει, αν και γνωρίζει ότι με ελλιπή χρηματοδότηση δεν μπορεί να έχει καλές υπηρεσίες. Με κατασταλμένο πατριωτικό φρόνημα, απαιτεί από το κράτος να καταβάλει τα ποσά που ο ίδιος παρακρατεί. Ολιγωρεί για την εκτέλεση των καθηκόντων του, που είναι η υπαλληλική συνέπεια και η έγνοια της διαρκούς βελτιώσεως των παρεχομένων υπηρεσιών, ενώ, ταυτόχρονα, ως χρήστης, καταγγέλλει εξοργισμένος, ως αναχρονιστικές δύστοκες και αναποτελεσματικές τις υπηρεσίες που ο ίδιος παράγει. Ο εφοριακός υπάλληλος, πχ., δυσανασχετεί για την κακή κατάσταση στα Νοσοκομεία, αλλά ο ίδιος διατηρεί αναχρονιστικές συνθήκες και δε διευκολύνει τη βελτίωση του φορολογικού συστήματος. Ο γιατρός εξανίσταται επειδή συγκρούεται με τα κακώς κείμενα στην εφορία, αλλά επιδαψιλεύει κακές συνθήκες νοσηλείας στους ασφαλισμένους που αναζητούν ιατρικές υπηρεσίες. Πάντα οι συμπατριώτες μου είχαν μια ιδιαίτερη κλίση στα οικονομικά, και όλα τα βαθμονομούν με βάση τη χρηματοληπτική τους αντανάκλαση. Οι πολίτες έχουν κατορθώσει να συμφιλιώσουν το Θεό με το πορτοφόλι τους. Το Θεό, γιατί πρέπει να τον φοβούνται και το πορτοφόλι τους γιατί πρέπει να το υπολήπτονται, καθώς δεν αμφισβητούν ότι τίποτε σημαντικότερο δεν υπάρχει στην κοινωνία που ζουν.
   Όσο για τα κόμματα, δεν υπάρχει κανένα που να μην μαίνεται κατά των τμημάτων της κοινωνίας, που είναι απρόθυμα να ενταχθούν στις τάξεις τους, στην πορεία για την ανάπτυξη. Το καθένα έχει τα δικά του σκοτεινά σημεία, τις κρυμμένες σελίδες της δικής του ιστορίας και των ανομολόγητων ονείρων του, τις συλλογές από αμετροέπειες και απερισκεψίες, όσα λησμόνησε από τις υποσχέσεις του και όσα θέλει να κάνουν να ξεχάσουν οι άλλοι. Αυτό που διακρίνει το κάθε κόμμα είναι η αοριστία των ιδεωδών του και η ακρίβεια των ωφελιμιστικών ενεργημάτων του. 
   Και οι πολίτες; Ο καθένας υποστηρίζει εκείνη την παράταξη για την οποία τον προορίζουν τα χαρίσματά του, ο νόμος της προσωπικής του κινήσεως. Εκείνος που έχει δομές αρπαχτικού, συνήθως ευρίσκεται ενθουσιώδης υποστηρικτής όποιου κόμματος τυχαίνει να κατέχει την εξουσία. συχνά, χρηματοδοτεί την προεκλογική του εκστρατεία. Θεωρητικά, ο λαός, βέβαια, έχει την ικανότητα να εκλέγει με αξιοθαύμαστο τρόπο εκείνους στους οποίους οφείλουν να εμπιστευτούν κάποιο μέρος της εξουσίας του, αλλ΄ ωστόσο, το πολιτικό σύστημα έχει λάβει κάθε μέριμνα, ώστε οι επιλογές του λαού να μην αιφνιδιάζουν τις εκατονταρχίες της άρχουσας τάξης, καθώς ο λαός δεν έχει δυνατότητα να εκλέγει οποιονδήποτε από τις τάξεις τους, αλλά οποιονδήποτε από τις προκατασκευασμένες κομματικές λίστες. Έτσι, η απόφανσή του αλλοιώνεται, επειδή υποχρεώνεται να εκλέγει πρόσωπο, ενώ αγνοεί πράγματα και γεγονότα. Πίσω από αυτά ένας εσμός χρυσοκάνθαρων λαδώνουν και λαδώνονται, κλείνουν "δουλίτσες" και διασπαθίζουν το δημόσιο χρήμα, φορτώνοντας στο λαό δάνεια και υπερημερίες,παρκάμπτουν όλες τους τις υποχρεώσεις, με απ΄ευθείας διαπραγματεύσεις με την κεντρική εξουσία, την οποία θεωρούν περίπου ως ιδιόκτητο εργαλείο της δουλειάς τους. Τη συντηρούν επιμελώς και τη "γρασσάρουν" συστηματικά, για εξασφάλιση καλύτερης αποδόσεως, όπως κάθε εργαλείο, που προορίζεται να εκτελεί αδιμαρτύρητα, τις επιδιώξεις του αφεντικού του.  
  Πολιτική, λένε, είναι η τέχνη του εφικτού, είναι η τέχνη, θα έλεγα, να διατυπώνεις το πρόβλημα έτσι, που να επιδέχεται εφικτής λύσεως. Το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι συνυφασμένο με την πολιτική αντίληψη υπό την οποία αξιολογούνται και αντιμετωπίζονται αυτά τα προβλήματα. Τα μεν κόμματα εκμεταλεύονται τη χώρα προκειμένου να εξασφαλίζουν πολιτική κυριαρχία, οι δε πολίτες αντιμετωπίζουν το κράτος ως την αυστηρή θεία από το Σικάγο, που θα φέρει να μοιράσει προνόμια. Οι εκλεγμένοι βουλευτές, ασκούνται στην παρατυπία, καθώς πιέζονται από τους πολίτες να διευκολύνουν προθέσεις παρακάμψεως του νόμου, ικανοποιώντας αιτήματα (ρουσφέτια), ενώ ταυτόχρονα, ψηφίζουν συντεταγμένα και αδιαμαρτύρητα ό,τι το κόμμα έχει προτείνει. Τα πολιτικά γραφεία είναι άντρα παραχαράξεων, αντί σπουδαστήρια πολιτικής και εφαρμοσμένης οικονομίας. 
  Ας κατακρίνουμε με αποφασιστικότητα τις Κυβερνήσεις που ολιγωρούν και αναλαμβάνουν καθήκοντα, χωρίς να έχουν τρόπο, γνώση και πρόθεση να ανταποκριθούν, αλλά ας γνωρίζουμε ότι η αυτοκριτική μας κάνει συναινετικούς, συνθετικούς και παραγωγικότερους και αποτελεί εργαλείο εξυγιάνσεως υψηλής αποδόσεως.